- πιεστήριον
- πιεστήριοςpressingmasc/fem acc sgπιεστήριοςpressingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωτάγρα — ἡ, Α βασανιστήριο όργανο για τα αφτιά («δακτυλήθρα, ποδοστράβη, πιεστήριον, ῥινολαβία, ὠτάγρα», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ἄγρα (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek